- πενιχρῶς
- πενιχρόςpooradverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πενιχρός — ή, ό / πενιχρός, ά, όν, ΝΑ αυτός που δεν έχει ουσιαστικό περιεχόμενο, ο ανάξιος λόγου, ο ασήμαντος («πενιχρά αποτελέσματα») νεοελλ. 1. λίγος, ανεπαρκής, ισχνός («πενιχρή αμοιβή») 2. ο δηλωτικός τής πενίας ή αυτός που αρμόζει σε φτωχό, φτωχικός… … Dictionary of Greek
ԱՂՔԱՏԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0045 Chronological Sequence: Early classical, 5c մ. πενιχρῶς pauperum more, per inopiam Իբրեւ աղքատ. աղքատութեամբ. *Ընկալա՛յք յաղագս աղքատսիրութեան բանս, մի՛ աղքատաբար, այլ առատապէս. Ածաբ. աղք.: *Փոխանակ զի աղքատաբար եւ տկարաբար ունէին… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)